σταυροπήγιο

σταυροπήγιο
το
τοποθέτηση στα θεμέλια μοναστηριού σταυρού που στάλθηκε από τον πατριάρχη, πράγμα που φανερώνει πως το μοναστήρι θα είναι στη δικαιοδοσία του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σταυροπήγιο — το / σταυροπήγιον, ΝΜ η στερέωση σταυρού, που τόν έχει στείλει ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, στα θεμέλια μονής ως ένδειξη ότι αυτή υπάγεται στη δικαιοδοσία του μσν. 1. το δικαίωμα τής αποστολής σταυροπηγίου 2. ο σταυρός ως όργανο βασανισμού.… …   Dictionary of Greek

  • σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… …   Dictionary of Greek

  • Γηρομερίου, μονή — Παλαιό μοναστικό κέντρο της Ηπείρου, βόρεια των Φιλιατών, στην πλαγιά δυσπρόσιτης χαράδρας του Φαρμακοβουνίου. Την ίδρυσε στις αρχές του 13ου αι. ο όσιος Νείλος, ο λεγόμενος Ιεριχιώτης, Βυζαντινός ευπατρίδης –της οικογένειας των Λασκάρεων– που… …   Dictionary of Greek

  • Καισαριανής, μονή — Βυζαντινό μοναστήρι στους δυτικούς πρόποδες του Υμηττού, 6 χλμ. Α του κέντρου της Αθήνας. Από αρχαιολογικά ευρήματα προκύπτει ότι στην περιοχή υπήρχε οικισμός από τη νεολιθική εποχή. Σύμφωνα με διάφορες αρχαίες μαρτυρίες, στον χώρο αυτό, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”